- τσίφτη
- becerikli, usta, açıkgöz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τσίφτικος — η, ο, Ν [τσίφτης] αυτός που αρμόζει σε τσίφτη. επίρρ... τσίφτικα Ν με τσίφτικο τρόπο … Dictionary of Greek
τσίφτικος — η, ο επίρρ. α που έχει σχέση ή αρμόζει σε τσίφτη (βλ. λ.): Ντύνεται τσίφτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)